ακανθώδης

ακανθώδης
(acanthoessus). Γένος ψαριών των γλυκών και γλυφών νερών που έχει εκλείψει. Έζησε κατά τη δεβόνιο και πέρμιο περίοδο. Απολιθώματά του βρέθηκαν σε ψαμμιτικά υποστρώματα της Σκοτίας, του Καναδά και της Ρωσίας. Είχε μικρό κεφάλι και μακρύ σώμα που σχεδόν το κάλυπταν τετράγωνα λέπια, διατεταγμένα σε σειρές. Στο κάτω σαγόνι του υπήρχε μια δερμική προεξοχή, ενώ στη ράχη του μια οστέινη.
* * *
-ες (Α ἀκανθώδης) [ἄκανθα]
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός
ἀκανθῶδες φυτόν
«ἀκανθῶδες ῥόδον» (Αριστοτ. Προβλ. 12, 8)
2. μτφ. δύσκολος, περίπλοκος
«ἀκανθῶδες ζήτημα», «λόγοι ἀκανθώδεις» (Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 10, 8), «ακανθώδης βίος» (Σούδα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκανθώδης — full of thorns masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀκανθώδης full of thorns masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκανθώδης full of thorns masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έχιδνα η ακανθώδης — (Εchidna aculeata). Θηλαστικό της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των μονοτρημάτων. Είναι ζώο με κοντά πόδια και μεγάλα νύχια, με τα οποία σκάβει το χώμα για να βρει μυρμήγκια, τερμίτες και άλλα έντομα, τα οποία συλλαμβάνει με τη… …   Dictionary of Greek

  • ἀκανθωδέστερον — ἀκανθώδης full of thorns adverbial comp ἀκανθώδης full of thorns masc acc comp sg ἀκανθώδης full of thorns neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθώδει — ἀκανθώδης full of thorns masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκανθώδης full of thorns masc/fem/neut dat sg ἀκανθώδεϊ , ἀκανθώδης full of thorns dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθώδη — ἀκανθώδης full of thorns neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκανθώδης full of thorns masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκανθώδης full of thorns masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθῶδες — ἀκανθώδης full of thorns masc/fem voc sg ἀκανθώδης full of thorns neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθώδεις — ἀκανθώδης full of thorns masc/fem acc pl ἀκανθώδης full of thorns masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθωδέστερα — ἀκανθώδης full of thorns neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκανθωδῶν — ἀκανθώδης full of thorns masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”